Anonymous

ἀναίρετος: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_15)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναίρετος''': -ον, (αἱρέομαι) ὁ μὴ αἱρούμενος, ὁ μὴ ἐκλέγων· «[[οὐκέτι]] ἀφυγὴς καὶ [[ἀναίρετος]] ἔσται ..,. ἀλλὰ τὸ μὲν ἑλεῖται τοῦ δὲ ἀποστήσεται» Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 164.
|lstext='''ἀναίρετος''': -ον, (αἱρέομαι) ὁ μὴ αἱρούμενος, ὁ μὴ ἐκλέγων· «[[οὐκέτι]] ἀφυγὴς καὶ [[ἀναίρετος]] ἔσται ..,. ἀλλὰ τὸ μὲν ἑλεῖται τοῦ δὲ ἀποστήσεται» Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 164.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[recogido]]de expósitos <i>BGU</i> 1058.11, 1107.9 (I a.C.), 1110.6 (I a.C.), <i>POxy</i>.73.26 (I d.C.) en <i>BL</i> 1.314.<br />-ον<br /><b class="num">1</b> subst. τὸ ἀ. [[lo no elegido]] Simp.<i>in Epict</i>.p.14.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[incapaz de escoger]] Timo 72.
}}
}}