Anonymous

ἀναπλήθω: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_20)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπλήθω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀναπίμπλημι]], κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ([[διότι]] τὸ ἀναπλήσω, ἀνέπλησα, ἀνήκουσιν εἰς τὸ [[ἀναπίμπλημι]]. Ἴδε Κοραῆν εἰς Ἡλιόδ. τόμ. 2. σ. 123, Βαστίου Ἐπιστ. Κριτ. σ. 138), Κόϊντ. Σμ. 11. 312. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[πλήρης]], ὁ αὐτ. 13. 22.
|lstext='''ἀναπλήθω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀναπίμπλημι]], κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ([[διότι]] τὸ ἀναπλήσω, ἀνέπλησα, ἀνήκουσιν εἰς τὸ [[ἀναπίμπλημι]]. Ἴδε Κοραῆν εἰς Ἡλιόδ. τόμ. 2. σ. 123, Βαστίου Ἐπιστ. Κριτ. σ. 138), Κόϊντ. Σμ. 11. 312. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[πλήρης]], ὁ αὐτ. 13. 22.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[llenar]], [[cubrir]] ἠύτε δένδρεα μακρὰ ... ἀναπλήσωσι φάραγγας Q.S.8.131, cf. 13.22 (cód.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[llenarse]], [[cubrirse]] πάντῃ δ' ἀναπλήθεται εὐρὺς αἰγιαλός Q.S.11.312.
}}
}}