Anonymous

ἀναπλατύνομαι: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_20)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπλατύνομαι''': παθ., ἐπεκτείνομαι εἰς [[πλάτος]], «νὺξ δὲ οὐδέν ἐστιν [[ἄλλο]] πλὴν σκιὰ γῆς, [[ὅταν]] γὰρ πλησιάσασα ταῖς δυσμαῖς ἀποκρύψῃ τὸν ἥλιον, ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα» Πλουτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Πρ. Εὐαγγ. 84D.
|lstext='''ἀναπλατύνομαι''': παθ., ἐπεκτείνομαι εἰς [[πλάτος]], «νὺξ δὲ οὐδέν ἐστιν [[ἄλλο]] πλὴν σκιὰ γῆς, [[ὅταν]] γὰρ πλησιάσασα ταῖς δυσμαῖς ἀποκρύψῃ τὸν ἥλιον, ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα» Πλουτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Πρ. Εὐαγγ. 84D.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[desplegarse]], [[avanzar]] νὺξ ... ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα Plu.<i>Fr</i>.157.4.
}}
}}