Anonymous

ἀναφλάω: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_13b)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφλάω''': μέλλ. -άσω, [[μαλάσσω]] διὰ τῆς χειρὸς τὸ [[αἰδοῖον]], Λατ. masturbare, - «ἀναφλᾶν· χειροτριβεῖν [[αἰδοῖον]]· οἱ δὲ στύειν, ἢ μαλάττειν» Ἡσύχ., - αἴ κ’ εἶδον ἀμὲ τὤνδρες [[ἀναπεφλασμένως]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1099, κτλ.
|lstext='''ἀναφλάω''': μέλλ. -άσω, [[μαλάσσω]] διὰ τῆς χειρὸς τὸ [[αἰδοῖον]], Λατ. masturbare, - «ἀναφλᾶν· χειροτριβεῖν [[αἰδοῖον]]· οἱ δὲ στύειν, ἢ μαλάττειν» Ἡσύχ., - αἴ κ’ εἶδον ἀμὲ τὤνδρες [[ἀναπεφλασμένως]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1099, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [lacon. part. perf. med. ac. plu. ἀμπεφλασμένως Ar.<i>Lys</i>.1099]<br />[[masturbarse]] Ar.<i>Fr</i>.36, Luc.<i>Lex</i>.12, τὸ αἰδοῖον Luc.<i>Peregr</i>.17, cf. <i>EM</i> 100.15G., v. med. mismo sent., Ar.<i>Lys</i>.l.c.
}}
}}