Anonymous

ἀνίσχαλος: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_16)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνίσχαλος''': -ον, «ἀνίσχαλον, ἄτοκον ἢ ἀνήμελκτον, ἢ ἀθήλαστον, Διογένης», Ἐτυμ. Μ. 110, 32.
|lstext='''ἀνίσχαλος''': -ον, «ἀνίσχαλον, ἄτοκον ἢ ἀνήμελκτον, ἢ ἀθήλαστον, Διογένης», Ἐτυμ. Μ. 110, 32.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ἄτοκος]], [[ἀνήμελκτος]], [[ἀθήλαστος]] <i>EM</i> 110.32G., cf. Hsch.s.u. σχαλίσαι (pero ἀνίσχαδον· τὴν ἄτοκον καὶ ἀθήλαστον Sud.).
}}
}}