Anonymous

ἀνθήλη: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_9)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθήλη''': ἡ, (ἀνθηλὸς ἀντὶ ἀνθηρὸς) ὁ χνουδωτὸς [[στάχυς]], κοιν. «φοῦντα» τοῦ καλάμου, Λατ. panicula, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 10, 4, Διοσκ. 1. 114.
|lstext='''ἀνθήλη''': ἡ, (ἀνθηλὸς ἀντὶ ἀνθηρὸς) ὁ χνουδωτὸς [[στάχυς]], κοιν. «φοῦντα» τοῦ καλάμου, Λατ. panicula, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 10, 4, Διοσκ. 1. 114.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[penacho o cabeza del junco]] φύει τὴν ἀνθήλην Phan.37, cf. Thphr.<i>HP</i> 4.10.4, Dsc.1.85, <i>PUniv.Giss</i>.12.6, 13.4 (I d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ἀνθήλη]]· πώγων [ἢ περιδέρμα] Hsch.
}}
}}