Anonymous

ἄορος: Difference between revisions

From LSJ
big3_5
(6_14)
(big3_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄορος''': ὁ, = [[ἄωρος]]. [[ὕπνος]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Schäf. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 270, ἐβάρυν’ ἀόρους, ἀντὶ τῆς τοῦ χειρογρ. γραφῆς ἐβαρυναόρος.
|lstext='''ἄορος''': ὁ, = [[ἄωρος]]. [[ὕπνος]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Schäf. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 270, ἐβάρυν’ ἀόρους, ἀντὶ τῆς τοῦ χειρογρ. γραφῆς ἐβαρυναόρος.
}}
{{DGE
|dgtxt=lesb. [[ἄϋπνος]] Hsch., cf. [[ἄωρος]].
}}
}}