Anonymous

ἀπέρρω: Difference between revisions

From LSJ
big3_5
(6_1)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπέρρω''': [[ἀπέρχομαι]], [[φεύγω]], «ξεκουμπίζομαι», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 260: ἄπερρε, φύγε ἀπ’ ἐδῶ, «ξεκουμπίσου», Λατ. abi in malamrem! Ἀριστοφ. Νεφ. 783, Ἐκκλ. 169: [[οὕτως]], οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον: «οὐκ ἀπελεύσῃ, οὐκ ἀποφθαρήσῃ;» (Α. Β. 422, 9) Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 6· ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ἔρρω]].
|lstext='''ἀπέρρω''': [[ἀπέρχομαι]], [[φεύγω]], «ξεκουμπίζομαι», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 260: ἄπερρε, φύγε ἀπ’ ἐδῶ, «ξεκουμπίσου», Λατ. abi in malamrem! Ἀριστοφ. Νεφ. 783, Ἐκκλ. 169: [[οὕτως]], οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον: «οὐκ ἀπελεύσῃ, οὐκ ἀποφθαρήσῃ;» (Α. Β. 422, 9) Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 6· ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ἔρρω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[marcharse]] ἀπέρρων δ' [[ἔνθεν]] ἦλθες [[ἐνθάδε]], ὕβριζ' márchate allí de donde viniste y ejerce allí tu insolencia</i> E.<i>HF</i> 260<br /><b class="num">•</b>cóm. [[largarse]], [[irse por ahí]] οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον; Cratin.123, ἄπερρε ¡largo!</i>, ¡fuera!</i> Ar.<i>Nu</i>.783, <i>Ec</i>.169.
}}
}}