Anonymous

ἄπληγος: Difference between revisions

From LSJ
big3_5
(6_15)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπληγος''': -ον, (πληγὴ) ὁ μὴ πλησσόμενος, ὁ προπεφυλαγμένος ἐκ κτυπημάτων, «ὁ [[πνεύμων]] [[ὥσπερ]] [[στρῶμα]] ἁπαλόν… ἄπληγον αὐτήν (τὴν καρδίαν) διατηρεῖ καὶ ἀβλαβῆ» Μελέτιος ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 41. ― Ἐπίρρ. -γως Ἀχμ. Ὀνειρ. 251.
|lstext='''ἄπληγος''': -ον, (πληγὴ) ὁ μὴ πλησσόμενος, ὁ προπεφυλαγμένος ἐκ κτυπημάτων, «ὁ [[πνεύμων]] [[ὥσπερ]] [[στρῶμα]] ἁπαλόν… ἄπληγον αὐτήν (τὴν καρδίαν) διατηρεῖ καὶ ἀβλαβῆ» Μελέτιος ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 41. ― Ἐπίρρ. -γως Ἀχμ. Ὀνειρ. 251.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no apaleado]] μενῶ [[ἄπληγος]] me libraré de la paliza</i>, <i>Vit.Aesop</i>.W.57, cf. <i>PRein</i>.92.11 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>como oxímoron ἄ. πληγή Ephr.Syr.3.468B<br /><b class="num">•</b>fig. [[no atacado]] por la enfermedad <i>PMag</i>.4.1063.
}}
}}