Anonymous

ἀποβρόξαι: Difference between revisions

From LSJ
big3_5
(6_5)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβρόξαι''': ἀόρ. τοῦ ἀποβρόχω, [[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]] [[μέρος]] πράγματός τινος, (ἴδε ἐν λ. ἀναβρόξειε, [[καταβρόξειε]]), διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 506.
|lstext='''ἀποβρόξαι''': ἀόρ. τοῦ ἀποβρόχω, [[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]] [[μέρος]] πράγματός τινος, (ἴδε ἐν λ. ἀναβρόξειε, [[καταβρόξειε]]), διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 506.
}}
{{DGE
|dgtxt=aor. [[tragar]] (με) ἀπέβροξεν δ' ἄχρις ἐπ' ὀμφαλίου <i>AP</i> 7.506 (Leon.).
}}
}}