Anonymous

ἀπονηρευσία: Difference between revisions

From LSJ
big3_6
(6_9)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονηρευσία''': ἡ, ([[πονηρεύομαι]]) [[ἀθῳότης]], Οὐλπιαν. εἰς Δημ.: ― Ἐπιθ. ἀπονήρευτος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 71. 89.: ― Ὡσαύτως, ἀπονηρία, ἡ, Ἐκκλ.
|lstext='''ἀπονηρευσία''': ἡ, ([[πονηρεύομαι]]) [[ἀθῳότης]], Οὐλπιαν. εἰς Δημ.: ― Ἐπιθ. ἀπονήρευτος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 71. 89.: ― Ὡσαύτως, ἀπονηρία, ἡ, Ἐκκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[inocencia]], [[sencillez]] glos. a εὐήθεια Sch.D.2.6.47c.
}}
}}