Anonymous

ἀπόκυνον: Difference between revisions

From LSJ
big3_6
(6_21)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόκῠνον''': τό, ([[κύων]]) [[φυτόν]], cynanchus erectus, σκυλοβότανον, «[[ἀπόκυνον]], οἱ δὲ κύναγχον, οἱ δὲ [[κυνόμορον]], οἱ δὲ κυνοκράμβην καλοῦσι», κατὰ δὲ Ἡσύχ. «[[μᾶζα]] μεμιγμένη φαρμάκῳ πρὸς ἀναίρεσιν κυνῶν, ἢ [[εἶδος]] βοτάνης».
|lstext='''ἀπόκῠνον''': τό, ([[κύων]]) [[φυτόν]], cynanchus erectus, σκυλοβότανον, «[[ἀπόκυνον]], οἱ δὲ κύναγχον, οἱ δὲ [[κυνόμορον]], οἱ δὲ κυνοκράμβην καλοῦσι», κατὰ δὲ Ἡσύχ. «[[μᾶζα]] μεμιγμένη φαρμάκῳ πρὸς ἀναίρεσιν κυνῶν, ἢ [[εἶδος]] βοτάνης».
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> bot. [[matacán]], [[escamonea falsa]], [[Cynanchum acutum L.]] o bien [[Cionura erecta (L.) Griseb.]], Dsc.4.80, Gal.11.835, Plin.<i>HN</i> 24.98, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[torta envenenada para matar perros]] Hsch.<br /><b class="num">3</b> [[huesecillo]] de la rana que ahuyentaba a los perros, Plin.<i>HN</i> 32.52.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de ἀπό y de la raíz de κύων, q.u.
}}
}}