Anonymous

ἀπομυλλαίνω: Difference between revisions

From LSJ
big3_6
(6_20)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομυλλαίνω''': στραβώνω τὸ [[στόμα]] μου σαρκαστικῶς καὶ [[ἐμπαίζω]] τινά, Ἐτυμ. Μ. 125. 15. Παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, μὴ ἀπομυλλήνῃ ἡ γνάθος διορθοῦται ἐκ τοῦ Ἐρωτιαν. σ. 92· ἴδε Foës λεξ.: ― [[ὡσαύτως]] [[μυλλίζω]], Ψελλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 3, σ. 216.
|lstext='''ἀπομυλλαίνω''': στραβώνω τὸ [[στόμα]] μου σαρκαστικῶς καὶ [[ἐμπαίζω]] τινά, Ἐτυμ. Μ. 125. 15. Παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, μὴ ἀπομυλλήνῃ ἡ γνάθος διορθοῦται ἐκ τοῦ Ἐρωτιαν. σ. 92· ἴδε Foës λεξ.: ― [[ὡσαύτως]] [[μυλλίζω]], Ψελλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 3, σ. 216.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀπομυλ- Hp. en Gal.19.84<br />[[torcerse]] la boca o la mandíbula ὡς ... μὴ ἀπομυλλαίνῃ ἡ [[γνάθος]] para que la mandíbula no quede mal encajada</i> Hp.<i>Art</i>.33, cf. Hp. en Erot.25.11, en Gal.l.c.<br /><b class="num">•</b>como gesto desdeñoso [[despreciar]], <i>EM</i> 125.25G.
}}
}}