Anonymous

ἀπομωρόω: Difference between revisions

From LSJ
big3_6
(6_23)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομωρόω''': καθιστῶ τινα [[μωρόν]], Ἀέτ. σ. 105: ― [[ὡσαύτως]] ἀπομωραίνω Κυνοσόφ. σ. 264. 10.
|lstext='''ἀπομωρόω''': καθιστῶ τινα [[μωρόν]], Ἀέτ. σ. 105: ― [[ὡσαύτως]] ἀπομωραίνω Κυνοσόφ. σ. 264. 10.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[atontar]], [[producir sopor y pérdida de la consciencia]] φασι (μανδραγόραν) ... ἐσθιομένην ... ἀπομωροῦν Dsc.4.75, en v. pas. [[βοτάνη]] ... διδομένη ... τοῖς ἀπομωρουμένοις Asclep. en Aët.6.16.
}}
}}