Anonymous

ἀπρόσδεκτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_6
(6_16)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπρόσδεκτος''': -ον, [[ἀνένδεκτος]], [[ἀπαράδεκτος]], Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 229· ὁ μὴ [[εὐπρόσδεκτος]], [[ἐλεημοσύνη]] γὰρ ἡ ἐκ τούτων [[ἀπρόσδεκτος]] τῷ θεῷ, καθὰ καὶ ἐκ μισθοῦ πόρνης Εὐστ. Πονημάτ. 70. 95.
|lstext='''ἀπρόσδεκτος''': -ον, [[ἀνένδεκτος]], [[ἀπαράδεκτος]], Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 229· ὁ μὴ [[εὐπρόσδεκτος]], [[ἐλεημοσύνη]] γὰρ ἡ ἐκ τούτων [[ἀπρόσδεκτος]] τῷ θεῷ, καθὰ καὶ ἐκ μισθοῦ πόρνης Εὐστ. Πονημάτ. 70. 95.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de pers. [[no recibido o admitido]] c. dat. de lugar διαγγελθήτω πάσῃ τῇ κώμῃ ἀπρόσδεκτον αὐτὸν εἶναι πρὸς πᾶσαν κοινωνίαν Basil.<i>Ep</i>.288.11, cf. Ammon.<i>Ac</i>.M.85.1537D<br /><b class="num">•</b>c. dat. agente ταῖς ἀδελφότησιν Basil.M.31.1009A.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[inadmisible]], [[inaceptable]] φύσει μὲν ἀπρόσδεκτός ἐστιν ὁ τοιοῦτος λόγος tal razonamiento es inadmisible por naturaleza</i> Plb.36.12.4, ἔνκλησιν ἄκυρον καὶ ἀπρόσδεκτον καθ[ό] λ[ο] υ εἶναι <i>BGU</i> 1113.21 (I a.C.), cf. <i>POxy</i>.268.18 (I d.C.), <i>BGU</i> 2051.19 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>ἐπιφορὰ ἀ. inferencia inaceptable</i> S.E.<i>P</i>.2.229, λόγος ... ἐπί τι ἀπρόσδεκτον ἡμᾶς [[ἄγει]] el argumento nos conduce hacia algo inadmisible</i> S.E.<i>P</i>.2.231<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[ἐλεημοσύνη]] γὰρ ἡ ἐκ τούτων [[ἀπρόσδεκτος]] τῷ θεῷ Eust.<i>Op</i>.70.95<br /><b class="num">•</b>c. rég. prep. ἀ. ἡ θυσία παρὰ τοῦ θεοῦ el sacrificio (es) inadmisible por Dios</i>, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1365.14 (I d.C.), 1366.8 (I d.C.), εὐχὴ ἀ. ... ὑπὸ τοῦ θεοῦ Porph.<i>Marc</i>.24.<br /><b class="num">3</b> [[que no presta atención a]] c. gen. συμβουλίας Aristo Phil.14.4.
}}
}}