Anonymous

ἀσαλής: Difference between revisions

From LSJ
big3_7
(6_7)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσᾰλής''': -ές, = τῷ προηγ., «[[ἀσαλής]], ἡ [[ἄφροντις]], ἡ μηδενὸς φροντίζουσα· [[σάλη]] γὰρ ἡ [[φροντίς]]. ἀσαλὴς ὁ [[ἀμέριμνος]], Αἰσχύλος, «ἀσαλὴς [[μανία]]»: [[οὕτως]] Ἡρωδιανὸς καὶ [[Ἀπολλόδωρος]]» Ἐτυμ. Μ. 151, 47.
|lstext='''ἀσᾰλής''': -ές, = τῷ προηγ., «[[ἀσαλής]], ἡ [[ἄφροντις]], ἡ μηδενὸς φροντίζουσα· [[σάλη]] γὰρ ἡ [[φροντίς]]. ἀσαλὴς ὁ [[ἀμέριμνος]], Αἰσχύλος, «ἀσαλὴς [[μανία]]»: [[οὕτως]] Ἡρωδιανὸς καὶ [[Ἀπολλόδωρος]]» Ἐτυμ. Μ. 151, 47.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀσᾰλής) -ές<br />[[despreocupado]] ἀ. θεόθεν μανία A.<i>Fr</i>.319.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de σάλος c. ἀ- priv.
}}
}}