Anonymous

ἀσκαύλης: Difference between revisions

From LSJ
big3_7
(6_19)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκαύλης''': -ου, ὁ, (ἀσκὸς) ὁ παίζων τὸν ἄσκαυλον, τὴν «ἀσκομαντοῦραν» ἢ «γκάϊδαν», ἴδε Reisk. εἰς Δίωνα Χρυσ. 2. 381.
|lstext='''ἀσκαύλης''': -ου, ὁ, (ἀσκὸς) ὁ παίζων τὸν ἄσκαυλον, τὴν «ἀσκομαντοῦραν» ἢ «γκάϊδαν», ἴδε Reisk. εἰς Δίωνα Χρυσ. 2. 381.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ lat. [[ascaules]], [[gaitero]], <i>PSAAthen</i>.43ue.1.3, 5, 7, 2.6 (II d.C.), Mart.10.3, <i>Not.Tir</i>.107.11 (cf. αὐλεῖν τῷ τε στόματι καὶ ταῖς μασχάλαις ἀσκὸν ὑποβάλλοντα D.Chr.71.9).
}}
}}