Anonymous

ἀσύμμικτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_7
(6_17)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύμμικτος''': -ον, μὴ δυνάμενος νὰ συμμιχθῇ, νὰ ἑνωθῇ μετ’ ἄλλου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22: - τὸ ούσιαστ. ἀσυμμιξία Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀν. 4. 7.
|lstext='''ἀσύμμικτος''': -ον, μὴ δυνάμενος νὰ συμμιχθῇ, νὰ ἑνωθῇ μετ’ ἄλλου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22: - τὸ ούσιαστ. ἀσυμμιξία Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀν. 4. 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede mezclar]] ἀσύμμικτα ... φύσει ταῦτα τὰ στοιχεῖα καὶ ἀκόλλητα D.H.<i>Comp</i>.22.14.
}}
}}