Anonymous

ἀσύναπτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_7
(6_18)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύναπτος''': -ον, ὁ μὴ συνάπτων, ὁ μὴ ἐρχόμενος εἰς συναφήν, αὗται μὲν συνάπτουσιν, αἱ δ’ ἄλλαι ἀσύναπτοι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 7, 6· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 25, 5.
|lstext='''ἀσύναπτος''': -ον, ὁ μὴ συνάπτων, ὁ μὴ ἐρχόμενος εἰς συναφήν, αὗται μὲν συνάπτουσιν, αἱ δ’ ἄλλαι ἀσύναπτοι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 7, 6· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 25, 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no unido]] αὗται (πλευραί) Arist.<i>HA</i> 516<sup>a</sup>30<br /><b class="num">•</b>[[que no tiene conexión]] ἔσονται καὶ ἀσύναπτοι οἱ συλλογισμοὶ πρὸς [[ἀλλήλους]] Arist.<i>APr</i>.42<sup>a</sup>21, (τὸ αἰτιατόν) Procl.<i>Inst</i>.35, cf. 110.
}}
}}