Anonymous

αὐταρκέω: Difference between revisions

From LSJ
big3_7
(6_2)
(big3_7)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐταρκέω''': [[παρέχω]] τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐπήρκησεν αὐτῷ, Ἑβδ. (Δευτ. λβ΄, 10). Τὸ [[χωρίον]] τοῦτο κατὰ τὸ νῦν Ἑβρ. κείμενον [[εἶναι]]: «ἐν γῇ ἐρήμῳ εὕρηκεν αὐτόν». Ἴδε μετάφρ. Ἱερ. Γραφ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρ.
|lstext='''αὐταρκέω''': [[παρέχω]] τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐπήρκησεν αὐτῷ, Ἑβδ. (Δευτ. λβ΄, 10). Τὸ [[χωρίον]] τοῦτο κατὰ τὸ νῦν Ἑβρ. κείμενον [[εἶναι]]: «ἐν γῇ ἐρήμῳ εὕρηκεν αὐτόν». Ἴδε μετάφρ. Ἱερ. Γραφ. τῆς Βιβλ. Ἑταιρ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[ser autosuficiente]], [[bastarse a sí mismo]] en los medios materiales ἡ δὲ πολιτικὴ συνέστηκε μὲν κατὰ τὸ χρήσιμον καὶ μάλιστα, διὰ γὰρ τὸ μὴ αὐταρκεῖν δοκοῦσι συνελθεῖν Arist.<i>EE</i> 1242<sup>a</sup>8, αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν γῇ ἐρήμῳ LXX <i>De</i>.32.10, τέλειον γὰρ αὐτὸν ἐγέννησεν ὁ Πατήρ, καὶ αὐταρκοῦντα ἑαυτῷ Chrys.M.59.145<br /><b class="num">•</b>[[bastarse]] en o para algo αὐταρκούσης σου (para cuidar un cadáver) <i>PLips</i>.29.11 (III d.C.), αὐ. ἐγὼ εἰς παραθυμίαν σου <i>A.Xanthipp</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[estar satisfecho con su estado]] ὅσα μὲν δὴ καὶ ἄλλα τῆς συμβολῆς ταύτης ἀπελαύσαμεν εἰς εὐθυμίαν καὶ τὸ αὐταρκεῖν ἀπέραντον ἂν εἴη λέγειν Aristid.<i>Or</i>.50.38.<br /><b class="num">II</b> de abstr. [[ser suficiente]], [[bastar]] αὐταρκοῦααν ἀμοιβὴν εἰληφέναι νομίζομεν Chrys.M.53.252.
}}
}}