Anonymous

ἀφηβάω: Difference between revisions

From LSJ
big3_8
(6_13b)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφηβάω''': μέλλ. -ήσω, ἔχω παρέλθῃ τὴν ἥβην, ἀφηβηκὼς, τὴν ἥβην ὑπερβεβηκώς, [[τουτέστι]] τὴν νεότητα, Σουΐδ., [[Πολυδ]]. Β', 10 καὶ 18, Λιβάν. 4. 309· τὴν ἀκμὴν τῶν παθῶν ἀφηβῶντες Φίλων 1. 516· ἀφηβηκότες κλάδοι [[Πολυδ]]. Α΄, 236.
|lstext='''ἀφηβάω''': μέλλ. -ήσω, ἔχω παρέλθῃ τὴν ἥβην, ἀφηβηκὼς, τὴν ἥβην ὑπερβεβηκώς, [[τουτέστι]] τὴν νεότητα, Σουΐδ., [[Πολυδ]]. Β', 10 καὶ 18, Λιβάν. 4. 309· τὴν ἀκμὴν τῶν παθῶν ἀφηβῶντες Φίλων 1. 516· ἀφηβηκότες κλάδοι [[Πολυδ]]. Α΄, 236.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. en part. perf., de pers. [[haber pasado la juventud]] καλῶς οὖν ἔχει μοι ἀφηβηκότι καὶ μεμαρασμένῳ Lib.<i>Decl</i>.23.59, cf. Poll.2.10, 2.18<br /><b class="num">•</b>de ramas de árboles [[estar viejo, seco]] ἀφηβηκότες κλάδοι Poll.1.236.<br /><b class="num">2</b> tr. fig. [[superar]] τὴν ἀκμὴν τῶν παθῶν ἀφηβῶντες Ph.1.516.
}}
}}