Anonymous

ἀφύξιμος: Difference between revisions

From LSJ
big3_8
(6_16)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφύξιμος''': -ον, ἐν Νικ. Θ. 603, κατά τινας ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ [[φύξιμος]], ὁ μὴ [[ἐξίτηλος]] ἤ [[βραχύς]], ὁ [[διαρκής]], κατ’ ἄλλους ἐκ τοῦ [[ἀφύσσω]], [[δαψιλής]], [[ἄφθονος]].
|lstext='''ἀφύξιμος''': -ον, ἐν Νικ. Θ. 603, κατά τινας ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τοῦ [[φύξιμος]], ὁ μὴ [[ἐξίτηλος]] ἤ [[βραχύς]], ὁ [[διαρκής]], κατ’ ἄλλους ἐκ τοῦ [[ἀφύσσω]], [[δαψιλής]], [[ἄφθονος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[extraído]], [[sacado]] μιξάμενος κυάθῳ τρὶς ἀφύξιμον οἴνην mezclando vino sacado con un cacillo tres veces e.d. con tres medidas de vino</i> Nic.<i>Th</i>.603.
}}
}}