3,277,649
edits
(6_20) |
(big3_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βου-''': συχνὸν ἐν συνθέσ. πρὸς ἔκφρασιν καθ’ ὑπερβολὴν μεγάλου τινὸς ἢ τερατώδους πράγματος, π.χ. [[βούλιμος]], [[βούπαις]], βουγάιος, [[βουφάγος]], [[βουχανδής]]. Ἀναμφιβόλως [[εἶναι]] [[τύπος]] τις τῆς λέξεως [[βοῦς]], [[ἐπειδὴ]] εὑρίσκομεν σύνθετα καὶ ἐκ τοῦ [[ἵππος]], ὡς τὰ ἀγγ. horse-laugh, horse-chesnut, horse-radish, κτλ. | |lstext='''βου-''': συχνὸν ἐν συνθέσ. πρὸς ἔκφρασιν καθ’ ὑπερβολὴν μεγάλου τινὸς ἢ τερατώδους πράγματος, π.χ. [[βούλιμος]], [[βούπαις]], βουγάιος, [[βουφάγος]], [[βουχανδής]]. Ἀναμφιβόλως [[εἶναι]] [[τύπος]] τις τῆς λέξεως [[βοῦς]], [[ἐπειδὴ]] εὑρίσκομεν σύνθετα καὶ ἐκ τοῦ [[ἵππος]], ὡς τὰ ἀγγ. horse-laugh, horse-chesnut, horse-radish, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=prefijo de composición que confiere valor aumentativo τὸ γὰρ βου προτασσόμενον τὸ μέγα δηλοῖ Seleuc.<i>Fr</i>.2, cf. Hsch. | |||
}} | }} |