γαστρισμός: Difference between revisions

big3_9
(6_14)
(big3_9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαστρισμός''': ὁ, ([[γαστρίζω]]) τὸ λαιμάργως τρώγειν, Σώφιλ. Φυλ. 1.
|lstext='''γαστρισμός''': ὁ, ([[γαστρίζω]]) τὸ λαιμάργως τρώγειν, Σώφιλ. Φυλ. 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[glotonería]] Sophil.7, Poll.2.168, 175.
}}
}}