Anonymous

γεροντεύω: Difference between revisions

From LSJ
big3_9
(6_6)
(big3_9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεροντεύω''': εἶμαι [[γέρων]] ἢ [[γερουσιαστής]], γεροντεύσας Ἐπιγρ. Λακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1261·- μέσ. παρ’ Ἡσυχ.
|lstext='''γεροντεύω''': εἶμαι [[γέρων]] ἢ [[γερουσιαστής]], γεροντεύσας Ἐπιγρ. Λακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1261·- μέσ. παρ’ Ἡσυχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ser miembro del Consejo]], <i>IG</i> 5(1).254 (Esparta I a.C.).<br /><b class="num">2</b> en v. pas. [[ser digno de respeto]] Hsch.s.u. γηρωπίζεται.
}}
}}