Anonymous

γλυκάζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_10
(6_13b)
(big3_10)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλῠκάζω''': μέλλ. –άσω, (γλυκὺς) [[παρέχω]] γλυκεῖαν γεῦσιν εἴς τινα, τοὺς ὑγιαίνοντας Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 211.– Παθ., [[λαμβάνω]] γεῦσίν τινα γλυκύτητος, γεύομαι γλυκέος, [[αὐτόθι]] 1. 20·- [[ὡσαύτως]] τὸ ἐνεργ. μετ’ οὐδ. σημασ., [[εἶναι]] [[γλυκύς]], ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 26C.
|lstext='''γλῠκάζω''': μέλλ. –άσω, (γλυκὺς) [[παρέχω]] γλυκεῖαν γεῦσιν εἴς τινα, τοὺς ὑγιαίνοντας Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 211.– Παθ., [[λαμβάνω]] γεῦσίν τινα γλυκύτητος, γεύομαι γλυκέος, [[αὐτόθι]] 1. 20·- [[ὡσαύτως]] τὸ ἐνεργ. μετ’ οὐδ. σημασ., [[εἶναι]] [[γλυκύς]], ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 26C.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[tener sabor dulce]] la miel, LXX <i>Ez</i>.3.3, el vino Ath.26c, cf. Plot.4.3.26, tb. en v. med. <i>Gp</i>.2.5.7.<br /><b class="num">2</b> tr. [[endulzar]] τὴν κατάποσιν Epict.<i>Gnom</i>.22<br /><b class="num">•</b>fig. [[procurar una sensación agradable]] τοὺς ὑγιαίνοντας S.E.<i>P</i>.1.211<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[recibir una sensación agradable]] Hierocl.p.29, S.E.<i>P</i>.1.20.
}}
}}