Anonymous

γλωσσαλγέω: Difference between revisions

From LSJ
big3_10
(6_9)
(big3_10)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλωσσαλγέω''': ἢ -αργέω, ἀλγῶ τὴν γλῶσσαν, [[Πολυδ]]. Δ΄, 185. 2) ὁμιλῶ τόσον πολὺ [[ὥστε]] ἡ γλῶσσά μου νὰ πονῇ, Ναζιανζ. 2, 313β (Migne).
|lstext='''γλωσσαλγέω''': ἢ -αργέω, ἀλγῶ τὴν γλῶσσαν, [[Πολυδ]]. Δ΄, 185. 2) ὁμιλῶ τόσον πολὺ [[ὥστε]] ἡ γλῶσσά μου νὰ πονῇ, Ναζιανζ. 2, 313β (Migne).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hablar hasta que le duela a uno la lengua]] Poll.4.185, Basil.M.29.304B.<br /><b class="num">2</b> [[tener una lengua morbosa]], [[blasfemar]] αἱρετικοὶ γλωσσαλγείτωσαν Gr.Naz.M.36.313B.
}}
}}