Anonymous

γοητεύω: Difference between revisions

From LSJ
big3_10
(Bailly1_1)
(big3_10)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=tromper par des manœuvres de charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[γόης]].
|btext=tromper par des manœuvres de charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[γόης]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[embrujar]], [[hechizar]] (τοὺς βελτίστους) κατεπᾴδοντές τε καὶ γοητεύοντες Pl.<i>Grg</i>.483e, καὶ νῦν ... γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις Pl.<i>Men</i>.80a, τοὺς νέους ... τοῖς λόγοις γοητεύειν Pl.<i>Sph</i>.234c, γοητεύειν ... αὐτήν (τὴν σελήνην) Plu.2.417a, χάριτι καὶ λαμπρότητι τῆς ὄψεως γοητεύων Plu.2.764e, en v. pas. μήτε γοητευόμενοι μήτε βιαζόμενοι Pl.<i>R</i>.412e, cf. 413b, D.19.102, Plu.2.961e, Ael.<i>NA</i> 12.42, Hld.8.7.2<br /><b class="num">•</b>[[fascinar]], [[encantar]] ὅταν γοητεύῃ ὄφις ἀνθρώπους, σύνεσιν ὁ γοητευόμενος ἔχει Plot.4.4.40, cf. Luc.<i>Salt</i>.63<br /><b class="num">•</b>abs. [[hacer magia]], [[actuar como brujo]] τῷ Ἐμπεδοκλεῖ γοητεύοντι D.L.8.59, cf. <i>Hom.Clem</i>.3.15.1.<br /><b class="num">2</b> fig. [[engañar con palabrería]], [[embaucar]] ψευδόμενος τὰ πολλὰ καὶ γοητεύων τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν [[ἕνεκα]] Luc.<i>Deor.Con</i>.12, cf. Hld.2.11.3, Hsch.
}}
}}