Anonymous

διαβρέχω: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(Bailly1_1)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> διεβράχην;<br />traverser par l’humidité, tremper.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βρέχω]].
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> διεβράχην;<br />traverser par l’humidité, tremper.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βρέχω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[mojar]], [[empapar]], [[γλῶσσα]] ὑπὸ ξηρότητος [[ἐνίοτε]] ὑπότραυλος, ἕως διαβρέξειεν Hp.<i>Epid</i>.7.43, τὸ δὲ ὀλίγον (ποτόν) ... διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Arist.<i>Pr</i>.866<sup>a</sup>10, ἐν οἴνῳ Thphr.<i>HP</i> 9.9.3, δέρματα διαβρέχοντες ἤσθιον D.C.74.12.5, cf. Chrys.M.63.208.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas., intr. [[inundarse]], [[empaparse]] ὁ [[ἐγκέφαλος]] Hp.<i>Morb.Sacr</i>.11, πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι (τοὺς θέρμους) Zeno <i>Stoic</i>.1.65, διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλος Luc.<i>Trag</i>.304, τῶν σπογγῶν διαβραχέντων al empaparse las esponjas</i> Babr.111.19, ἄλφιτα αἰγείῳ ζωμῷ διαβραχέντα Ael.<i>NA</i> 1.23, κράμβης διαβραχείσης ἐν ὄξει δέσμην φαγεῖν <i>Gp</i>.17.17.2<br /><b class="num">•</b>fig. διαβρέχεις τ' ἀρτύματα A.<i>Fr</i>.306, de un borracho ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph.<i>Chr</i>.30.
}}
}}