Anonymous

διάληψις: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_8)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάληψις''': -εως, ἡ, ([[διαλαμβάνω]]) τὸ λαμβάνειν δι᾿ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν· ἐκ διαλήψεως, ἀντίθ. ἐκ καταφορᾶς, ὡς τὸ punctim ἀντιτίθεται πρὸς τὸ caesim, τὸ «κεντητὰ» πρὸς τὸ «κοφτά», Γαλλ. frapper d’ estoc πρὸς τὸ frapper de taille, Πολύβ. 2. 33, 6. [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Schweigh. 2) περιεκτικότης, χωρητικότης, Διόδ. 3. 37. ΙΙ. χωρισμὸς ἢ [[διάκρισις]], οὒκ ἔχει δ., δὲν κάμνει διάκρισιν, Ἀριστ. π. Ζῴων πορείας 3, ἐν τέλ.· [[κρίσις]], γνώμη, Πολύβ. 6. 56, 6. κτλ. ΙΙΙ. [[διαίρεσις]]· κατὰ πλήθ., τὰ μέρη ἢ σημεῖα τῆς διαιρέσεως ἢ διακλαδώσεως, Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 1, 21., 2. 6, 7.
|lstext='''διάληψις''': -εως, ἡ, ([[διαλαμβάνω]]) τὸ λαμβάνειν δι᾿ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν· ἐκ διαλήψεως, ἀντίθ. ἐκ καταφορᾶς, ὡς τὸ punctim ἀντιτίθεται πρὸς τὸ caesim, τὸ «κεντητὰ» πρὸς τὸ «κοφτά», Γαλλ. frapper d’ estoc πρὸς τὸ frapper de taille, Πολύβ. 2. 33, 6. [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Schweigh. 2) περιεκτικότης, χωρητικότης, Διόδ. 3. 37. ΙΙ. χωρισμὸς ἢ [[διάκρισις]], οὒκ ἔχει δ., δὲν κάμνει διάκρισιν, Ἀριστ. π. Ζῴων πορείας 3, ἐν τέλ.· [[κρίσις]], γνώμη, Πολύβ. 6. 56, 6. κτλ. ΙΙΙ. [[διαίρεσις]]· κατὰ πλήθ., τὰ μέρη ἢ σημεῖα τῆς διαιρέσεως ἢ διακλαδώσεως, Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 1, 21., 2. 6, 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[διάλημψις]] LXX 2<i>Ma</i>.3.32, <i>SB</i> 11274.17 (I a.C.), dór. y eol. [[διάλαμψις]] <i>ICr</i>.1.8.12.25 (Cnoso II a.C.), <i>IKyme</i> 19.28 (I a./d.C.)<br /><b class="num">A</b> n. de acción<br /><b class="num">I</b> c. [[διά]] ‘a través’<br /><b class="num">1</b> [[distinción o separación de las partes]] que intervienen en el movimiento de seres vivos, Arist.<i>IA</i> 705<sup>a</sup>25<br /><b class="num">•</b>[[división]] καὶ τῇ διαλήψει δύο νῆται ἐν τῇ ὑπάτῃ γίνονται en la escala musical, Arist.<i>Pr</i>.918<sup>b</sup>1<br /><b class="num">•</b>gener. plu. [[partes de una división]], [[ramificaciones]] de las venas, Arist.<i>PA</i> 647<sup>b</sup>2, de las hojas de las plantas, Thphr.<i>HP</i> 3.18.11<br /><b class="num">•</b>[[separación]] o [[distinción]] puramente mental τό τε ἐλάχιστον τὸ ἐν τῇ αἰσθήσει ... διάληψιν μερῶν οὐκ ἔχον Epicur.<i>Ep</i>.[2] 58, cf. 50, 51, 69, ἡνίκα οὐκ ἦν ἡ [[διάληψις]] ἀναλογιστ[ι] κή de lo verdadero y lo falso, Epicur.<i>Nat</i>.28.13.7.3, τοῦ συνεχοῦς ὑπομνήματος οἰκειοτέρα Phld.<i>D</i>.3.8.8<br /><b class="num">•</b>κατὰ διάληψιν [[por separado]], [[separadamente]] op. κατὰ συμπλοκήν Phld.<i>Ir</i>.37.25, <i>Rh</i>.2.215Aur.<br /><b class="num">•</b>tb. [[punto por punto]], [[con todo detalle]] Phld.<i>Rh</i>.2.153Aur.<br /><b class="num">•</b>pero [[en acepción específica]] op. πρόληψις ‘acepción primaria’ de un vocablo, Demetr.Lac.<i>Herc</i>.1012.64.7.<br /><b class="num">2</b> [[juicio]], [[opinión]], [[creencia]] ἔχειν διάλημψιν creer</i>, tener la creencia</i> LXX 2<i>Ma</i>.3.32, ἡ περὶ θεῶν δ. Plb.6.56.6, ἡ ... [[ἄρτι]] ῥηθεῖσα δ. Plb.10.6.9, ἐγέννησε περὶ [[αὑτοῦ]] διάληψιν ὡς ... dio origen por lo que se refiere a sí mismo a la creencia de que ...</i> D.S.18.54, μελετᾶν τὰς τοῦ θεοῦ κατασκευάς, οὐ μόνον λόγῳ, ἀλλὰ καὶ διαλήψει meditar en las creaciones de Dios, no sólo de palabra, sino también con el pensamiento</i> Aristeas 160, cf. 234<br /><b class="num">•</b>esp. [[buena opinión]], [[estima de que se goza o que se tiene de alguien]], frec. en inscr. τὴν δὲ πόλιν ἐπιφανεστέραν γενέσθαι πρὸς δόξαν καὶ διάλημψιν ἣν ἔσχον οἱ παρεπιδημοῦντες <i>IClaros</i> 1.P.5.8 (II a.C.), ἣν ἔχει διάληψιν ὁ δῆμος ... ὑπὲρ βασιλέως μεγάλου Ἀντιόχου <i>IIasos</i> 4.60 (II a.C.), cf. <i>ICr</i>.l.c., <i>IAphrodisias</i> 1.5.14 (I a.C.), ἔχην (Λαβέωνα) ἐν τᾷ καλλίστᾳ διαλάμψει καὶ ἀπυδόχᾳ <i>IKyme</i> l.c.<br /><b class="num">•</b>tb. [[actitud]], [[disposición]] esp. posit. διὰ τὸ πρὸς τὴν πόλιν φιλόστοργον διάληψιν ἔχειν <i>SEG</i> 38.1227.12 (Teos III a.C.), ἔχοντες ... [π] ερὶ τοῦ δήμου τὴν φιλανθρωποτάτην διάλ[η] ψιν <i>IM</i> 18.17 (III a.C.), μαρτυρουμένην ἔχει τὴν ἐπ' ἀγαθῷ διάληψιν [[ἀεί]] tiene el testimonio de su impulso constante hacia el bien</i>, <i>IClaros</i> 1.M.2.24 (II a.C.), cf. <i>IPr</i>.117.60 (I a.C.).<br /><b class="num">3</b> [[decisión]], [[resolución]] (la historia) ἀληθινῶς ἐμφαίνει τὰς ἑκάστων αἱρέσεις καὶ διαλήψεις Plb.3.31.8, κρίσεις καὶ διαλήψεις Plb.3.6.7<br /><b class="num">•</b>en sent. jur. [[sentencia]], [[castigo]] πείπτειν (<i>sic</i>) ὑπ[ὸ πι] κροτέραν διάληψιν caer bajo, e.d. sufrir una sentencia, un castigo muy amargo</i>, <i>IFayoum</i> 112.26, cf. 113.28 (ambas I a.C.), ὅπως ... τύχοι τῆς ἁρμοζούσης διαλήμψεως <i>SB</i> 11274.17 (I a.C.).<br /><b class="num">II</b> c. [[διά]] ‘de parte a parte’<br /><b class="num">1</b> [[acción de coger]] con ambas manos un arma ἐκ διαλήψεως ... τύπτειν herir a tajos cogiendo el arma con las dos manos</i> por ἐκ καταφορᾶς ‘a mandoblazos’, Plb.2.33.6, cf. 11.18.4, 16.33.3.<br /><b class="num">2</b> [[capacidad]], [[cabida]] ἡ δ. τῆς χώρας D.S.3.37.<br /><b class="num">3</b> [[depósito]], [[almacenaje]] ἡ δ. τῆς εἰς τὴν τροφὴν τῶν μόσχων ὀλύρας <i>PPetr</i>.3.46.4.2 (III a.C.).<br /><b class="num">B</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[sección]] o [[división]] de las vértebras, Arist.<i>PA</i> 652<sup>a</sup>17, μερῶν ... περιγραφαὶ ἢ διαλήψεις Porph.<i>Sent</i>.36.<br /><b class="num">2</b> [[intervalo]] medic., entre dos pulsaciones, Gal.9.286.<br /><b class="num">3</b> [[digresión]] en una narración, Iambl.<i>Epit</i>.17.
}}
}}