Anonymous

διαπίμπρημι: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_13a)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπίμπρημι''': μέλλ. -πρήσω, ἐντελῶς [[καίω]], Πολύβ. 22. 26, 30· ― παθ., φουσκώνω, πρήσκομαι (Ἴδε [[πρήθω]]), Νίκ. Ἀλ. 341.
|lstext='''διαπίμπρημι''': μέλλ. -πρήσω, ἐντελῶς [[καίω]], Πολύβ. 22. 26, 30· ― παθ., φουσκώνω, πρήσκομαι (Ἴδε [[πρήθω]]), Νίκ. Ἀλ. 341.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[quemar]], [[incendiar]] τὰς ναῦς Plb.21.44.3, 31.2.11, τὸν μοχλόν Aen.Tact.4.2, en v. pas. φλογμῷ διαπιμπραμένων πάντων Clem.Al.<i>Strom</i>.6.3.29.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med. [[inflamarse]], [[hincharse]] πᾶσα δέ οἱ νηδύς Nic.<i>Al</i>.341, πολλὰ μέρη τοῦ σώματος Dsc.<i>Alex</i>.praef.p.12, οἱ μυκτῆρες <i>Hippiatr</i>.27.2<br /><b class="num">•</b>fig. θυμῷ διαπιμπραμένη una serpiente, Gr.Nyss.<i>Pss</i>.162.24.
}}
}}