Anonymous

διαρριπίζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_22)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρρῑπίζω''': φυσῶ [[μακράν]], [[διασκορπίζω]]· ἐν τῷ παθ., Ἡλιόδ. 9. 14, Εὐστ. Πονημ. 310. 30· πρβλ. [[διευριπίζω]].
|lstext='''διαρρῑπίζω''': φυσῶ [[μακράν]], [[διασκορπίζω]]· ἐν τῷ παθ., Ἡλιόδ. 9. 14, Εὐστ. Πονημ. 310. 30· πρβλ. [[διευριπίζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[soplar]] de vientos πνεῦμα ... εἰς τὸν πλησίον διερρίπισε Hld.3.7.3, [[ἄνεμος]] ἐξ ἀχυρμιᾶς ... διερρίπισεν Fauorin.<i>de Ex</i>.15.37.<br /><b class="num">2</b> en v. med., fig. [[extenderse]] μαρμαρυγὴ ... εἰς τοὺς πορρωτάτω διερριπίζετο Hld.9.14.1.<br /><b class="num">II</b> tr. [[ventilar]], [[refrescar]] ὁ πνεύμων ... τὸ [[ἔνδον]] ἡμῶν θερμὸν διαρριπίζει Basil.<i>Hex</i>.7.1 (p.396), τοῦτο τὸ πῦρ Anon.<i>V.Thecl</i>.12.50<br /><b class="num">•</b>en v. pas., de pers. [[ser refrescado con aire]], [[ser abanicado]] θεραπευόμενος καὶ διαρριπιζόμενος ἀνέπνευσε Ath.Al.<i>H.Ar</i>.12.2<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. (ὀφθαλμοί) τὸν φλογμὸν τοῦ ἡλίου διαρριπιζόμενοι Ps.Caes.144.6.
}}
}}