Anonymous

διασπεύδω: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_2)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασπεύδω''': [[μετὰ]] ζήλου καὶ σπουδῆς [[ἐργάζομαι]], Πολύβ. 4. 33, 91· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρπ. ΙΙ. παρακινῶ, [[προτρέπω]], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πολύβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 36.
|lstext='''διασπεύδω''': [[μετὰ]] ζήλου καὶ σπουδῆς [[ἐργάζομαι]], Πολύβ. 4. 33, 91· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρπ. ΙΙ. παρακινῶ, [[προτρέπω]], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πολύβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 36.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[esforzarse]], [[poner empeño]] ἐπὶ τοσοῦτο διέσπευσαν ... ὥστε pusieron tanto empeño que ...</i> Plb.4.33.9, c. or. de inf. διέσπευσαν ... μεῖναι τὸν Πολύβιον ἐν τῇ Ῥώμῃ Plb.31.23.5<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent., s. cont., Is.<i>Fr</i>.56B.-S., ἐς τὰ ἄλλα πάντα διασπευδόμενοι, ὥστε D.C.83.5, ἀπολύοιντό τε ἂν διασπευδόμενοι con todo su empeño los habrían absuelto</i> D.C.52.7.2.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de lugar [[apresurarse]], [[dirigirse a toda prisa]] εἰς Αἴγυπτον Cyr.Al.M.68.256D, cf. 264A.<br /><b class="num">II</b> tr., c. ac. de pers. [[urgir]], [[apremiar]] τοὺς στρατιώτας Plb.<i>Fr</i>.126.
}}
}}