Anonymous

διαρρικνόομαι: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_2)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρρικνόομαι''': [[κάμπτω]] τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, [[λυγίζω]] τὸ [[σῶμα]], ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4.
|lstext='''διαρρικνόομαι''': [[κάμπτω]] τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, [[λυγίζω]] τὸ [[σῶμα]], ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> διαρικ- Hsch.s.u. διαρικνοῦσθαι<br /><b class="num">1</b> [[mover las caderas indecorosamente]] al bailar el κόρδαξ: ξίφιζε καὶ πόδιζε καὶ διαρρικνοῦ Cratin.234, cf. Hsch.s.uu. διαρικνοῦσθαι y διερικνοῦντο, Paus.Gr.δ 13.<br /><b class="num">2</b> [[encorvarse]], [[hacerse ganchudo]] Hsch.s.u. διερικνοῦντο.<br /><b class="num">3</b> [[arrugar]] en v. pas. τὸ ῥυπῶδες τοῦ τριβωνίου καὶ διερρικνωμένον <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.184.16.
}}
}}