3,274,921
edits
(6_2) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαρρικνόομαι''': [[κάμπτω]] τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, [[λυγίζω]] τὸ [[σῶμα]], ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4. | |lstext='''διαρρικνόομαι''': [[κάμπτω]] τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, [[λυγίζω]] τὸ [[σῶμα]], ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> διαρικ- Hsch.s.u. διαρικνοῦσθαι<br /><b class="num">1</b> [[mover las caderas indecorosamente]] al bailar el κόρδαξ: ξίφιζε καὶ πόδιζε καὶ διαρρικνοῦ Cratin.234, cf. Hsch.s.uu. διαρικνοῦσθαι y διερικνοῦντο, Paus.Gr.δ 13.<br /><b class="num">2</b> [[encorvarse]], [[hacerse ganchudo]] Hsch.s.u. διερικνοῦντο.<br /><b class="num">3</b> [[arrugar]] en v. pas. τὸ ῥυπῶδες τοῦ τριβωνίου καὶ διερρικνωμένον <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.184.16. | |||
}} | }} |