Anonymous

διαπιδύω: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_3)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπῑδύω''': [ῡ], διεκρέω ἢ [[διεξέρχομαι]] ἡσύχως, διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 6, 19.
|lstext='''διαπῑδύω''': [ῡ], διεκρέω ἢ [[διεξέρχομαι]] ἡσύχως, διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 6, 19.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[penetrar entre los poros]], [[filtrarse]], [[trasudar]] διὰ μὲν οὖν τῶν φλεβῶν ... ἡ τροφή, καθάπερ ... τὸ ὕδωρ Arist.<i>GA</i> 743<sup>a</sup>9, τὸ γὰρ διαπιδύειν δηλωτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶσαι Phlp.<i>in GA</i> 110.7, cf. 111.17, Hsch.
}}
}}