Anonymous

διεγερτικός: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_11)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεγερτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διεγείρειν, τινὸς Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 19, Ἀθήν. 64Β.
|lstext='''διεγερτικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διεγείρειν, τινὸς Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 19, Ἀθήν. 64Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[estimulante]], [[excitante]] ἀφροδίσια Diph.Siph. en Ath.64b, 371b, de la música, S.E.<i>M</i>.6.19<br /><b class="num">•</b>τὰ διεγερτικὰ <i>sc</i>. φάρμακα [[remedios excitantes]] Philum. en Orib.<i>Syn</i>.8.5.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que incita]] (ἐπιστολή) διεγερτικὴ πίστεως Eus.<i>HE</i> 4.23.2, cf. Nicol.Mon.<i>Ep</i>.M.65.1052C<br /><b class="num">•</b>[[que pone en movimiento]], [[animador]] τούτων πάντων δ. τὸ πῦρ <i>Corp.Herm.Fr</i>.26.27.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ δ. [[alborada]] τῶν ἐπιθαλαμίων ... τινὰ δὲ ὄρθια, ἃ καὶ προσαγορεύεται διεγερτικά Sch.Theoc.18 proem.
}}
}}