Anonymous

διανάσσω: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_13a)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διανάσσω''': μέλλ. -ξω, [[γεμίζω]] κενόν τι ἐν τῶ [[μεταξύ]], στουπώνω («[[καλαφατίζω]]») πλοῖα, δ. ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Στράβ. 195.
|lstext='''διανάσσω''': μέλλ. -ξω, [[γεμίζω]] κενόν τι ἐν τῶ [[μεταξύ]], στουπώνω («[[καλαφατίζω]]») πλοῖα, δ. ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Στράβ. 195.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">1</b> náut. [[calafatear]], [[rellenar]] (ἀραιώματα) βρύοις los huecos (entre los tablones del casco) con algas</i> Str.4.4.1.<br /><b class="num">2</b> part. perf. pas. διανεναγμένος [[disgregado]] n. acuñado para un tipo de pulso, Archig. en Gal.8.662.
}}
}}