3,274,216
edits
(big3_12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diorthotikos | |Transliteration C=diorthotikos | ||
|Beta Code=diorqwtiko/s | |Beta Code=diorqwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=διορθωτική, διορθωτικόν, [[corrective]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1131a1; <b class="b3">τὰ διορθωτικά</b>, title of works on textual criticism by Seleucus and Crates, Sch.Il.''Oxy.''221 xv 25, xvii 31. Adv. [[διορθωτικῶς]] Eust. 936.43. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[correctivo]] en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.<i>Strom</i>.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.<i>Tres dei</i>.51.3<br /><b class="num">•</b>de la justicia [[correctivo]] (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ ([[εἶδος]] τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos</i> Arist.<i>EN</i> 1131<sup>a</sup>1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.<i>EE</i> 1248<sup>b</sup>5, ἡ δὲ τῆς φύσεως [[δύναμις]] Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.68.15.<br /><b class="num">2</b> filol. [[relativo a la crítica textual]] μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.<i>Il</i>.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.<i>Il</i>.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.<i>Il</i>.17.607c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[correctamente]], [[de forma recta]] ταῦτα ... δ. λέγει Didym.<i>in Iob</i> 180.4, cf. Chrys.<i>Iob</i>.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.<i>in R</i>.1.204, cf. Eust.936.43. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>zum [[Verbessern]] [[gehörig]], [[verbessernd]]</i>, Arist. <i>Eth</i>. 5.7; τὰ διορθωτικά, ein Buch, welchessich mit der kritischen [[Verbesserung]] des Textes eines Schriftstellers [[beschäftigt]], <i>Scholl. Il</i>. 14.255, vgl. Sengebusch <i>[[Homer]]. diss</i>. 1 p. 56. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διορθωτικός:''' [[исправляющий]], [[улучшающий]], [[совершенствующий]] ([[εἶδος]] δικαιοσύνης Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διορθωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν ἢ ἱκανότητα πρὸς τὸ διορθοῦν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 12, κτλ. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 936. 43. | |lstext='''διορθωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν ἢ ἱκανότητα πρὸς τὸ διορθοῦν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 12, κτλ. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 936. 43. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -ό (AM [[διορθωτικός]], -ή, -όν) [[διορθωτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διόρθωση]] ή στον διορθωτή<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[διόρθωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποβλέπει στη [[διόρθωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διορθωτικό</i><br />ειδικό [[υγρό]] για τη [[διαγραφή]] σφαλμάτων σε γραπτό [[κείμενο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διορθωτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του διορθωτή. | ||
}} | }} |