Anonymous

διεσπασμένως: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_6)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεσπασμένως''': ἐκ διαλειμμάτων, δ. πνεῖν (ἄλλ. διεσπαρμένως) Ἱππ. Ἐπιδ. 938, 1082, ἐπὶ ἀνέμων.
|lstext='''διεσπασμένως''': ἐκ διαλειμμάτων, δ. πνεῖν (ἄλλ. διεσπαρμένως) Ἱππ. Ἐπιδ. 938, 1082, ἐπὶ ἀνέμων.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. pas. de [[διασπάω]]<br /><b class="num">1</b> [[intermitente]], [[irregularmente]] ἐτησίαι ... δ. ἔπνευσαν Hp.<i>Epid</i>.1.1, 3.2, ἀνωμάλως τὴν ἀκοὴν καὶ δ. κινοῦντες S.E.<i>M</i>.6.44, δυνάμεως ... δ. ἀντιλαμβανομένης Phlp.<i>in de An</i>.316.31<br /><b class="num">•</b>[[acá y allá]] εἰρῆσθαι περὶ αὐτῶν Gal.4.263, εὑρεῖν op. συνημμένως Basil.<i>Spir</i>.58.20, cf. Amph.<i>Ep.Syn</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[en diferentes momentos]] Chrys.M.60.21.
}}
}}