Anonymous

δίπτωτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_17)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.
|lstext='''δίπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />gram. [[que tiene dos casos o terminaciones]] op. οὐκέτι ἐγκλινόμενος A.D.<i>Pron</i>.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. μονόπτωτος ‘invariable’ Sch.D.T.231.8, cf. <i>EM</i> 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.<i>Inst</i>.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.<i>Etym</i>.1.7.33.
}}
}}