Anonymous

δορίς: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_12)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δορίς''': -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ [[μάχαιρα]], δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, [[Πολυδ]]. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. [[Δωρίς]].
|lstext='''δορίς''': -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ [[μάχαιρα]], δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, [[Πολυδ]]. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. [[Δωρίς]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cuchillo]]para desollar, Anaxipp.6.3, Call.<i>Fr</i>.75.11.<br /><b class="num">2</b> [[mesa o tabla donde se desollaba o troceaba]] Ael.Dion.δ 28.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[δείρω]].
}}
}}