Anonymous

δοξάζω: Difference between revisions

From LSJ
8,017 bytes added ,  21 August 2017
big3_12
(Bailly1_2)
(big3_12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δοξάσω;<br /><b>1</b> avoir une opinion, croire, penser, juger : δ. [[δόξας]] PLAT avoir des opinions ; ἐπὶ [[πλέον]] [[τι]] αὑτὸν δ. THC avoir de soi-même une trop haute opinion ; <i>abs.</i> peser les opinions, délibérer;<br /><b>2</b> se figurer, s’imaginer, supposer : [[πῶς]] ταῦτ’ ἀληθῆ δοξάσω ; ESCHL comment pourrai-je savoir que cela est vrai ? ταῦτ’ ἔχειν δοξάζομεν ESCHL nous supposons que cela est ; δοξάσει ἀκούων ESCHL il s’imaginera qu’il entend.<br />'''Étymologie:''' [[δόξα]].
|btext=<i>f.</i> δοξάσω;<br /><b>1</b> avoir une opinion, croire, penser, juger : δ. [[δόξας]] PLAT avoir des opinions ; ἐπὶ [[πλέον]] [[τι]] αὑτὸν δ. THC avoir de soi-même une trop haute opinion ; <i>abs.</i> peser les opinions, délibérer;<br /><b>2</b> se figurer, s’imaginer, supposer : [[πῶς]] ταῦτ’ ἀληθῆ δοξάσω ; ESCHL comment pourrai-je savoir que cela est vrai ? ταῦτ’ ἔχειν δοξάζομεν ESCHL nous supposons que cela est ; δοξάσει ἀκούων ESCHL il s’imaginera qu’il entend.<br />'''Étymologie:''' [[δόξα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> c. inf., ac. int., doble ac. o adv. <br /><b class="num">1</b> ref. al fut. [[esperar]] c. inf. de fut. οὐχ ... γάμους γαμεῖσθαι τούσδ' ἐδόξαζόν ποτε E.<i>Tr</i>.347, ἐξ ἐπιφανείας ἐδόξαζον κριθήσεσθαι τὴν μάχην Plb.3.68.12, c. el inf. sobreentendido δοξάζων μὲν οὔ S.<i>Ph</i>.545, ἀλκῇ δέ σ' οὐκ ἄν, ᾗ σὺ δοξάζεις ἴσως, σῴσαιμ' ἄν E.<i>Or</i>.711.<br /><b class="num">2</b> [[opinar]], [[pensar]], [[imaginar]] c. inf. pres., aor. o perf. δοξάσει τιν' ἀκούειν ὄπα τᾶς Τηρεΐας A.<i>Supp</i>.60, ἐκείνους ταὔτ' ἔχειν δοξάζομεν A.<i>A</i>.673, μὴ πάντ' ἀληθῆ δοξάσῃς εἰρηκέναι E.<i>Hel</i>.307, cf. <i>Supp</i>.1043, <i>Med</i>.944, <i>Or</i>.314, δοκεῖ δοξάζειν ... καὶ εὐδαίμονάς τινας εἶναι X.<i>Hier</i>.2.3, δοξάζειν εἶναι πλουσιώτερον Pl.<i>Phlb</i>.48e, cf. Ocell.13, δοξάζοντι ... εἰκόνα ὁρᾶν Paus.9.31.8, ὅταν ἐκεῖνα εἶναι αὑτὸν ... δοξάζῃ Porph.<i>Sent</i>.40, c. ac. int. εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι A.<i>Ch</i>.170, οὐ ταὐτὰ δοξάζειν ἀλλήλοις X.<i>Mem</i>.1.1.13, τῶν δοξῶν ἃς οἱ ἄνθρωποι δοξάζουσιν Pl.<i>Cri</i>.46d, ψευδῆ δοξάζων Pl.<i>Tht</i>.189c, περὶ θεῶν ἃ [[δεῖ]] δοξάζειν Arist.<i>Fr</i>.664, μὴ ταὐτὰ δοξάζοντες Arist.<i>Metaph</i>.1009<sup>a</sup>11, δι' ἄγνοιαν δοξάζων τι Aen.Tact.6.1, περὶ τῶν μεγίστων δοξῶν ἐναντία δοξαζούσας D.S.2.29.6, cf. Ph.1.230, 151, Plu.2.170d, Luc.<i>DMort</i>.10.1, Philostr.<i>VA</i> 6.3, c. adv. u or. adverb. δοξάζουσαι δὲ ἑτέρως X.<i>Cyn</i>.3.10, cf. Isoc.11.26, δοξάζειν περὶ τῶν μελλόντων ἐπιεικῶς Isoc.<i>Ep</i>.5.4, περὶ τῆς ῥητορικῆς δοξάζεις ὥσπερ νῦν λέγεις; Pl.<i>Grg</i>.461b, οὐ γὰρ κακῶς δοξάζεις Pl.<i>R</i>.327c, ὀρθῶς ἐδόξαζον Pl.<i>Plt</i>.278a, συγκεχυμένως πως δοξάζουσι περὶ αὐτῶν Aristox.<i>Harm</i>.15.22, [[ἄλλως]] δοξάζειν ... περὶ αὐτῶν I.<i>AI</i> 10.281<br /><b class="num">•</b>abs. [[concebir un proyecto]] μετ' ἀσφαλείας μὲν δοξάζομεν, μετὰ δέους δὲ ἐν τῷ ἔργῳ ἐλλείπομεν Th.1.120, τοῖς παρὰ τὰ ὄντα δοξάζουσι para quienes juzgan sin contar con la realidad</i> Pl.<i>Phdr</i>.262b, δοξάσαι ἔστι Ar.<i>Pax</i> 119, καθάπερ ... δοξάζομεν D.S.3.48<br /><b class="num">•</b>en part. pas. [[objeto de pensamiento]] οὐκ ἔσται [[ἄνθρωπος]] τὸ δοξάζον ἀλλὰ τὸ δοξαζόμενον Arist.<i>Metaph</i>.1011<sup>b</sup>11, τὰ δοξαζόμενα la opinión</i> Epicur.<i>Sent</i>.[5] 22, cf. 24<br /><b class="num">•</b>en v. med. impers. ὡς δοξάζεται E.<i>IT</i> 831, c. ac. int. τὸ ἐναντίον [ἐ] δοξάζετο Epicur.<i>Nat</i>.28.13.7.5.<br /><b class="num">3</b> fil. [[mantener una opinión]], [[creer]] op. o dif. de ‘conocer’ ἢ σαφῶς ἐπιστάμενος ... ἢ δοξάζων Gorg.B 11a.3, ἐπιεικῶς δοξάζειν ἢ ... ἀκριβῶς ἐπίστασθαι Isoc.10.5, ὅν φαμεν δοξάζειν ἀλλ' οὐ γιγνώσκειν Pl.<i>R</i>.476d, cf. <i>Tht</i>.187a, 201c, implicando convicción οὐκ ἐνδέχεται γὰρ δοξάζοντα οἷς δοκεῖ μὴ πιστεύειν Arist.<i>de An</i>.428<sup>a</sup>21.<br /><b class="num">4</b> [[considerar]] c. doble ac., compl. dir. y pred. πῶς ταῦτ', ἀληθῆ ... δοξάσω; A.<i>Ch</i>.844, cf. Ocell.3, [[ἕκαστος]] ... ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν ἐδόξασεν Th.3.45, τὰ εὔχρηστα τῶν ζῴων θεοὺς ἐδόξαζον D.L.1.11, ἡ [[διάνοια]] ... δοξάζουσα αὑτὴν αἰτίαν τῶν γινομένων Ph.1.94, en v. pas. ταῦτα δεδοξάσθω μὲν ἐοικότα Xenoph.B 35, (ἡ γῆ) οὔτε οἵα οὔτε ὅση δοξάζεται ὑπὸ τῶν περὶ γῆς εἰωθότων λέγειν Pl.<i>Phd</i>.108c, ἡγούμενοι δοξάζεσθαι κακοί Pl.<i>Lg</i>.646e, ὁ σοφὸς ὄντως ὢν καὶ μὴ μόνον δοξαζόμενος Pl.<i>Epin</i>.976c, cf. <i>R</i>.588b, ἀληθινώτατοι ... φίλοι δοξαζόμενοι Plb.10.35.6, c. inf. δοξάζεται δὲ ὑπὸ τῶν πλείστων οὐ συναίτια ... εἶναι Pl.<i>Ti</i>.46d, c. adv. τὰ δοξαζόμενα ἀληθῶς Pl.<i>Plt</i>.278b, οὐ ψευδῶς ... δοξαζόμενα πάντα Polystr.<i>Contempt</i>.27.23.<br /><b class="num">II</b> c. ac. de pers. o divinidades<br /><b class="num">1</b> [[respetar]], [[honrar]], [[venerar]] δόξασον τὴν ψυχήν σου LXX <i>Si</i>.10.28, cf. 29, τούτους Κελτοὶ ὡς προφήτας καὶ προγνωστικοὺς δοξάζουσιν ref. a los druidas, Hippol.<i>Haer</i>.1.25, δόξασόν με καὶ ἔρχου <i>OFlorida</i> 17.10, en v. pas. ζωοῖς δοξαζόμενος παρὰ πᾶσιν <i>SEG</i> 33.1107 (Paflagonia, imper.), πλούσιος δοξάζεται διὰ τὸν πλοῦτον [[αὐτοῦ]] LXX <i>Si</i>.10.30, τῶν ἐπ' ἀρετῇ δεδοξασμένων ἀνδρῶν Plb.6.53.10, οἷος γὰρ ὁ τρόπος ζῶντος ἐδοξάζετο Plb.31.22.2, ἱερὸν δεδοξασμένον ἐξ ἀρχαίων <i>ISyène</i> 244.56 (II a.C.), Ἶσις ... δόξασόν με, ὡς ἐδόξασα τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ σου Ὦρος <i>PMag</i>.7.501.<br /><b class="num">2</b> jud.-crist. [[glorificar]], [[alabar]] οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν LXX <i>Ex</i>.15.2, δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα ὁ υἱὸς δοξάσῃ σέ <i>Eu.Io</i>.17.1, δοξάζειν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν δοξάσαντα ὑμᾶς Ign.<i>Eph</i>.2.2, de los ángeles, Clem.Al.<i>Prot</i>.12.119, ὑμνοῦντα καὶ δοξάζοντα τὸν τῶν ὅλων πατέρα Origenes <i>Or</i>.33.6, [[δοξάζω]] σε, τὸν πρωτότοκον λόγον en una plegaria maniquea <i>PKell.G</i>.91.1 (IV d.C.), τὸν κύριον Pamph.Mon.<i>Soter</i>.113, cf. <i>POxy</i>.1874.14 (VI d.C.), c. pred. οὐχ ὡς θεὸν ἐδόξασαν ἢ ηὐχαρίστησαν <i>Ep.Rom</i>.1.21, en v. pas. ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται LXX <i>Ex</i>.15.1, Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη <i>Eu.Io</i>.7.39, δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς quedé glorificado en ellos</i>, <i>Eu.Io</i>.17.10, σὺ εἶ δοξασθεὶς καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων <i>PMag.Brashear</i> 2.17, ὁ Θεὸς δοξασθήσεται Gr.Naz.M.36.133C, cf. Herm.<i>Mand</i>.3.1, Origenes <i>Fr</i>.10 <i>in Lc</i>., esp. el nombre de Dios εἰς τὸ δοξασθῆναι τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ 1<i>Ep.Clem</i>.43.6, cf. <i>POxy</i>.924.13 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. δοξάζειν [[cantar el ‘gloria’]] Io.Iei.<i>Poenit</i>.M.88.1889A.<br /><b class="num">3</b> [[iluminar]] mediante la gloria, en v. pas. δεδόξασται ἡ ὄψις τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου [[αὐτοῦ]] dicho de Moisés, LXX <i>Ex</i>.34.29, cf. Gr.Nyss.M.46.1173D.
}}
}}