Anonymous

δυσαπόλυτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσαπόλῠτος''': -ον, δυσκόλως ἀπολυόμενος, ἀποσπώμενος. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Γαλην. 6, 313.
|lstext='''δυσαπόλῠτος''': -ον, δυσκόλως ἀπολυόμενος, ἀποσπώμενος. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Γαλην. 6, 313.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de eliminar]] medic. τὰ ὑγρά Gal.7.172, cf. 17(1).836<br /><b class="num">•</b>fig. [[de lo que es difícil desprenderse]] δυσαπόλυτον πάθος τὸ φιλότιμον Olymp.<i>in Alc</i>.51.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en forma muy difícil de desprenderse]] ἐν τῷ συνουσιάζειν δ. ἔχει Erot.28.17, τὰ δὲ γλίσχρα τῆς ἀρτηρίας ἀντέχεται δ. Gal.7.172, τὰ ἐμπλαττόμενα δ. Gal.15.458, cf. 8.284, c. gen. τὸ δ. ἔχεσθαι τῶν μορίων de ciertos tumores, Paul.Aeg.4.26.1, cf. Anon.<i>Prol</i>.15.65.
}}
}}