Anonymous

δυσδιαπόρευτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_16)
(big3_12)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιαπόρευτος''': -ον, [[δύσβατος]], ὄρη καὶ βουνοὶ Εὐάγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 13.
|lstext='''δυσδιαπόρευτος''': -ον, [[δύσβατος]], ὄρη καὶ βουνοὶ Εὐάγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 13.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de atravesar]], [[impracticable]] βουνοί Euagr.Schol.<i>HE</i> 2.13.
}}
}}