Anonymous

δοξαστικός: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_11)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοξαστικός''': -ή, -όν, ὁ μορφώνων γνώμας, ἰδέας, σχηματίζων εἰκασίας, ἀντίθ. [[ἐπιστήμων]], Πλάτ. Θεαιτ. 207C· δ. [[ἐπιστήμη]], [[γνῶσις]] ἐξ εἰκασίας, δι’ εἰκασίας, ὁ αὐτ. Σοφ. 233C, πρβλ. 268C τὸ δοξ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς, ἀντίθ. τὸ ἐπιστημονικόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθ. κατ’ ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 1. 27, 7.
|lstext='''δοξαστικός''': -ή, -όν, ὁ μορφώνων γνώμας, ἰδέας, σχηματίζων εἰκασίας, ἀντίθ. [[ἐπιστήμων]], Πλάτ. Θεαιτ. 207C· δ. [[ἐπιστήμη]], [[γνῶσις]] ἐξ εἰκασίας, δι’ εἰκασίας, ὁ αὐτ. Σοφ. 233C, πρβλ. 268C τὸ δοξ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς, ἀντίθ. τὸ ἐπιστημονικόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθ. κατ’ ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 1. 27, 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[basado en la apariencia o la imagen]] ἐπιστήμη op. ἀλήθεια Pl.<i>Sph</i>.233c.<br /><b class="num">2</b> [[basado en la opinión o la conjetura]] γνῶσις Hero <i>Def</i>.136.2.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que tiene la capacidad de opinión]], [[que se forma opiniones]] θατέρου (τοῦ μέρους τῆς ψυχῆς) ... τοῦ δοξαστικοῦ Arist.<i>EN</i> 1140<sup>b</sup>26, cf. Plot.5.3.9, Chrys.M.55.641, Phlp.<i>in APr</i>.32.21, ἔννοιαι Epicur.<i>Sent</i>.[5] 24, δ. καὶ φανταστικὴ ... κίνησις Plu.2.1024a, cf. 1017a, 1031d, λόγος Plot.2.2.3, εὐφυΐα Dam.<i>Isid</i>.32<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. de pers. [[el que tiene opinión]] op. τεχνικός τε καὶ ἐπιστήμων Pl.<i>Tht</i>.207c, op. σοφός: οὐχὶ δέ γε τῶν δοξαστικῶν ἔσται ὁ σοφός S.E.<i>M</i>.7.157<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ δ. (<i>sc</i>. τέχνη) [[arte que se basa en la opinión]] Pl.<i>Sph</i>.268c, μιαίνεται ἡ [[διάνοια]] ... ὅταν ἢ φανταστικῇ ἢ δοξαστικῇ ἀναμίγνυται Porph.<i>Abst</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>τὸ δ. [[facultad de opinar]] op. αἰσθητικόν Arist.<i>de An</i>.413<sup>b</sup>30, Plu.2.1031e.<br /><b class="num">2</b> [[ingenioso]], [[lleno de ideas]] ψυχῆς ἀνδρικῆς καὶ δοξαστικῆς ἔργον εἶναι Isoc.13.17<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δοξαστικὸν καὶ μεγαλόφρον καὶ δωρητικόν Antig.Nic. en Heph.Astr.2.18.33.<br /><b class="num">III</b> [[glorificador]] τὴν δοξαστικὴν δύναμιν ἐπιδείξεται Gr.Nyss.<i>Maced</i>.108.33.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ῶς [[mediante opinión o juicio]] τούτων ποῖα δ. καὶ ποῖα κατ' ἀλήθειαν Arist.<i>APr</i>.43<sup>b</sup>8, δ., οὐ προληπτικῶς Phld.<i>Oec</i>.5.3, δ. καὶ κατὰ κρίσιν S.E.<i>M</i>.11.156.
}}
}}