Anonymous

δυσηκοέω: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_5)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσηκοέω''': δυσκόλως [[ἀκούω]], ἀπειθῶ, Ὀρειβάσ. 298 Ματθ., πρβλ. καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 276.
|lstext='''δυσηκοέω''': δυσκόλως [[ἀκούω]], ἀπειθῶ, Ὀρειβάσ. 298 Ματθ., πρβλ. καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 276.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ser duro de oído]] πρὸς δυσηκοοῦντας en una receta, Gal.14.405, cf. Antyll. en Orib.10.13.5, Alex.Trall.2.77.3, Paul.Aeg.3.23.3.
}}
}}