Anonymous

δυσήμερος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_15)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσήμερος''': -ον, ([[ἥμερος]]) δυσκόλως ἡμερούμενος, [[ἀτίθασος]], [[ἄγριος]], Στράβων 155.
|lstext='''δυσήμερος''': -ον, ([[ἥμερος]]) δυσκόλως ἡμερούμενος, [[ἀτίθασος]], [[ἄγριος]], Στράβων 155.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de domar]], [[salvaje]], [[feroz]] νότος Ps.Callisth.36.11<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[la rudeza]], [[la ferocidad]] ref. a las costumbres, Str.3.3.8, τὸ δ. τῶν ζῴων Ptol.<i>Tetr</i>.2.2.5.
}}
}}