Anonymous

δυσαίσθητος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσαίσθητος''': -ον, [[ἀναίσθητος]], Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = [[ἀναισθησία]], Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 12.
|lstext='''δυσαίσθητος''': -ον, [[ἀναίσθητος]], Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = [[ἀναισθησία]], Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 12.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[percibido con dificultad]], [[difícilmente perceptible]] σχήματα Alex.Aphr.<i>in Sens</i>.85.24<br /><b class="num">•</b>[[difícil de seguir, de rastrear]] πνεύματα τῶν ἰχνῶν en la caza, Poll.5.12.<br /><b class="num">2</b> [[poco sensible]] δάκτυλοι Gal.6.434, 8.213, (τὸ ζῷον) δυσαίσθητον ἢ παντελῶς ἀναίσθητον γίγνεται Gal.4.784, σώματα Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.72.<br /><b class="num">II</b> de pers. [[incapaz de captar un razonamiento]] ἀφυὴς ἐγὼ καὶ βραδὺς καὶ δ. Aristo Phil.14.8, cf. Adam.1.7.
}}
}}