Anonymous

δυσβοήθητος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_18)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσβοήθητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ βοηθήσῃ ἢ θεραπεύσῃ τις, Διόδ. 3. 47., 11. 15, κτλ.
|lstext='''δυσβοήθητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ βοηθήσῃ ἢ θεραπεύσῃ τις, Διόδ. 3. 47., 11. 15, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de auxiliar]], esp. medic. [[de difícil tratamiento]] γίνεται δὲ ταῦτα ἤδη δυσβοήθητα Hp.<i>Coac</i>.491, [[ἔκλυσις]] D.S.3.47, cf. 11.15, 18.44, Dsc.<i>Eup</i>.2.163, Paul.Aeg.5.29.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de forma difícil de curar]] ([[ἔντερον]]) ἑλκοῦται δ. Gal.5.122.
}}
}}