Anonymous

δυσωπητικός: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_10)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσωπητικός''': -ή, -όν, ἐντροπιαστικός, [[παρακλητικός]], Εὐστ. 105. 15, κτλ.- Ἐπίρρ.-κῶς Κλήμ. Ἀλ. 547.
|lstext='''δυσωπητικός''': -ή, -όν, ἐντροπιαστικός, [[παρακλητικός]], Εὐστ. 105. 15, κτλ.- Ἐπίρρ.-κῶς Κλήμ. Ἀλ. 547.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que causa pudor o vergüenza]] δυσωπητικώτερον εἰσήνεγκεν ἡμῖν, τὴν συμπάθειαν καὶ τὸ ὁμότιμον Gr.Naz.M.35.1060A.<br /><b class="num">2</b> [[molesto]], [[inadecuado]] de una construcción gramatical, Eust.105.15.<br /><b class="num">II</b> [[persuasivo]], [[convincente]] λόγος Origenes <i>Cels</i>.2.11, τὰ παλαιὰ τῶν δογμάτων Basil.<i>Spir</i>.71.21.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[de manera desvergonzada]] ἔπαιξε δὲ [[ἅμα]] χαριέντως καὶ δ. Sch.Ar.<i>Pl</i>.21d.<br /><b class="num">2</b> [[de forma recriminatoria]], [[censurando]] δ. ... εἴργει Tat.<i>Fr</i>.5, αὐτὸς ὁ Σωτὴρ δ. πρὸς αὐτοὺς τοὺς Ἰουδαίων ἄρχοντας προύτεινεν Eus.M.23.985A.
}}
}}